μητροπρεπής
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
[Seite 180] ές, der Mutter anständig, geziemend (?).
μητροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α.