ναννάριον
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
τό,
A prodigal, Hsch.: Ναννάριον, pr. n. of a courtesan, Theophil.11.
German (Pape)
[Seite 228] τό, dim. von νάννος, Hesych. erkl. τρυφερός, vgl. das lat. nepos.
Greek (Liddell-Scott)
ναννάριον: τό, κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδός τι ἀσώτων», Λατ. nepos· Ναννάριον καὶ Ναννίον ἀπαντῶσιν ὡς κύρια ὀνόματα πορνῶν παρὰ τοῖς Κωμικ., Θεοφίλῳ (ἐν τῷ «Φιλαύλῳ» 2) καὶ Ἄμφιδι (ἐν «Κουρίδι» 1) κ. ἀλλ.