μουστάκιον

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό, Dim. of* μούσταξ ( μύσταξ), An.Ox.3.76.    II in pl., = Lat. mustacea, a sort of cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d.

Greek (Liddell-Scott)

μουστάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= μύσταξ), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de gâteau à la farine et au vin nouveau.
Étym. lat. mustaceum, μοῦστος.