μυριοστός

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστός Medium diacritics: μυριοστός Low diacritics: μυριοστός Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: myriostós Transliteration B: myriostos Transliteration C: myriostos Beta Code: muriosto/s

English (LSJ)

ή, όν, 10,000

   A th, μέρος, μοῖρα, Ar.Lys.355, Th.555; μ. ἔτος 10,000 years ago, Pl.Lg.656e; μ. ἔ. γενόμενα ἢ ἐσόμενα Arist.Rh.1386a29, cf. Ph.218a28.

German (Pape)

[Seite 220] der zehntausendste; μέρος, Ar. Lys. 355; μοῖρα, Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστός: -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, μέρος, μοῖρα Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555˙ μ. ἔτος, πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5˙ εἰς ἔτος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6˙ μυριάκις μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dix-millième.
Étymologie: μυρίος.