νηρός
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
English (LSJ)
ά, όν, of fish,
A = νεαρός, fresh, PCair.Zen.616 (iii B.C.), Xenocr. ap. Orib.2.58.63; cf. ἡμίνηρος. II νηρόν, τό, or νηρός, ὁ, water, OGI201.21 (Nubia, vi A.D.), cf. Phryn.29; acc. sg. written τὸν νιρόν PSI3.165.3 (vi A.D.); cf. Mod.Gr. νερό. 2 f.l. for νειρός in Lyc.896, glossed κάθυγρος, Suid.s.v. νηρίτης (interpol.), but ταπεινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηρός: -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ νεαρός, = πρόσφατος, ἀκραιφνής, - οὐσ. τὸ νηρόν, δηλ. ὕδωρ, πρόσφατον ἢ ψυχρὸν ὕδωρ ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - ὡσαύτως, νερόν, Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23.