ὀνοματοθεσία
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ἡ,
A the giving a name, nomenclature, Eust.39.23.
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, das Beilegen eines Namens, die Benennung, Eust., vgl. Lob. Phryn. 668.
Greek Monolingual
ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) ονοματοθέτης
εορτασμός της ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών.