ὀνοματοθεσία

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοθεσία Medium diacritics: ὀνοματοθεσία Low diacritics: ονοματοθεσία Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: onomatothesía Transliteration B: onomatothesia Transliteration C: onomatothesia Beta Code: o)nomatoqesi/a

English (LSJ)

ἡ, the giving a name, nomenclature, Eust.39.23.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, das Beilegen eines Namens, die Benennung, Eust., vgl. Lob. Phryn. 668.

Greek Monolingual

ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) ονοματοθέτης
εορτασμός της ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών.

Greek Monolingual

η (Μ ὀνοματοθεσία) ονοματοθέτης
καθορισμός ονόματος, ονομασία
νεοελλ.
1. βάπτισμα, απονομή ονόματος
2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσαονοματοθεσία φυτών»)
3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν στον ναό κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού και που σήμερα τελείται την πρώτη ημέρα στο σπίτι που βρίσκεται το παιδί μετά την ευχή της γέννησης ή και στο ναό κατά την ακολουθία του σαραντισμού ή, το συνηθέστερο, πριν από την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης και μετά την ακολουθία της κατήχησης, αλλ. ονοματοδοσία
4. (λαογρ.) η ονοματοδοσία.