ὀργιάζω
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
A celebrate ὄργια, E.Ba.415 (lyr.), etc.: c. acc., ὀ. τελετήν Pl.Phdr.250c; ἱερά Id.Lg.910c; θυσίας, πομπάς, χορείας Plu.Num.8: c. dat., pay ritual service to a god or goddess, ταύτῃ Str.10.3.12:—so in Med., ὀργιάζεσθαι δαίμοσι, and in Pass., of the sacred places, have service done in them, both in Pl.Lg.717b. II c. acc., honour or worship with ὄργια, ταύτην v.l. in Str. l.c. ; τοὺς μεγάλους θεούς D.H.1.69, cf. Plu.Cic.19. 2 ὀ. τινά initiate into ὄργια, Ph.2.158, Luc.Trag.112.
German (Pape)
[Seite 370] Orgien feiern; Eur. Bacch. 416; vom Bacchus, Ap. Rh. 2, 907 u. a. sp. D.; auch in Prosa, τὸν φανέντα κεκτημένον ἕτερα ἱερὰ καὶ ὀργιάζοντα πλὴν τὰ δημόσια, Plat. Legg. X, 910, in allgemeiner Bedeutung, feierliche Handlungen, Weihen vornehmen, τελετήν, Phaedr. 250 c; auch im med., μετὰ θεοὺς καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ' ἔμφρων ὀργιάζοιτ' ἄν, Legg. IV, 717 b. Er braucht es auch neben τιμάω, wie wir »feiern«, Phaedr. 252 d; vgl. θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργιάζειν, Plut. Cic. 19; D. Hal. 1, 69. – Auch weihen, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, Plat. Legg. IV, 717 b. – Plut. Num. 8 verbindet θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησεν, öfter, wie a. Sp. – Auch τινά, Einen in die Orgien einweihen, aufnehmen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιάζω: μέλλ. -άσω, τελῶ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄργια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, μετὰ θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ ἔμφρων ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ λατρεύω δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, εἰσάγω εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112.
French (Bailly abrégé)
I. célébrer des mystères ; avec un rég. :
1 accomplir avec célébration de mystères : θυσίας PLUT des sacrifices;
2 honorer par la célébration des mystères : θεόν PLUT un dieu;
II. initier à des mystères, acc..
Étymologie: ὄργιον.