ὀρεκτικός

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεκτικός Medium diacritics: ὀρεκτικός Low diacritics: ορεκτικός Capitals: ΟΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orektikós Transliteration B: orektikos Transliteration C: orektikos Beta Code: o)rektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρεξις)

   A appetitive, Arist.de An.433b3, EE1233a38, al. ; τὸ ὀρεκτικόν the impulsive or conative faculty, Id.EN1102b30 ; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν . . ἀλλήλων Id.de An.431a13, al. ; ὀ. νοῦς Id.EN1139b4. Adv. -κῶς Hsch.s.v. θουραίη; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι Arr.Epict.3.3.2.    2 exciting appetite, οἶνος Dsc.5.6.

German (Pape)

[Seite 372] die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεκτικός: -ή, -όν, (ὄρεξις) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ὀρέξεις, ὀρεκτικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 110, 7, Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 5, κ. ἀλλ.· τὸ ὀρεκτικόν, περιληπτικῶς, αἱ ὀρέξεις, αἱ ἐπιθυμίαι, αὐτόθι 1. 13, 18, π. Ψυχῆς 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· - ὀρ. τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 3. 6, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. 2) ὁ κινῶν, διεγείρων ἐπιθυμίαν ἀνοίγων ὄρεξιν, οἶνος Διοσκ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le désir ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;
2 qui excite le désir.
Étymologie: ὀρεκτός.