παλινέμπορος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ὁ,
A retail-dealer, Phot.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ, = παλιγκάπηλος, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
παλινέμπορος: ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», μεταπράτης, Φώτ.· πρβλ. παλιγκάπηλος.