πανστρατιᾷ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Ion. πανστρατ-ιῇ,
A with the whole army, Hdt.1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. πανστρατιά is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης Id.4.94.
German (Pape)
[Seite 462] ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.
Greek (Liddell-Scott)
πανστρᾰτιᾷ: Ἰων. -ιῇ, μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 1. 61., 3. 39., 7. 203, κ. ἀλλ.˙ Θουκ. 2. 168., 6. 7, κ. ἀλλ.˙ - δοτικ. ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ. ἄνευ εὐχρήστου ὀνομαστικῆς, πανστρατιά, ἂν καὶ εὑρίσκομεν γενικ. πανστρατιᾶς γενομένης, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 94. Τὰ ὁμαλὰ ἐπιρρήμ. πανστρατεί, -ί, μόνον παρὰ Σουΐδ. καὶ τοῖς Βυζ. Συγγρ., Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 515˙ πρβλ. πανοικίᾳ.