πολυέλαιος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.
German (Pape)
[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup d’huile.
Étymologie: πολύς, ἔλαιον.