τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: προσανάπτω | Medium diacritics: προσανάπτω | Low diacritics: προσανάπτω | Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΤΩ |
Transliteration A: prosanáptō | Transliteration B: prosanaptō | Transliteration C: prosanapto | Beta Code: prosana/ptw |
A attach, attribute, Phld.Vit.p.12 J.; τὸν λάρον Ἡρακλεῖ Sch.Ar.Av.568.
[Seite 749] noch dazu anhängen, zueignen, Schol. Ar. Av. 568.
προσανάπτω: προσάπτω τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.