προσιτός
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ή, όν,
A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8. II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.
German (Pape)
[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².