προσπλέκω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
A connect with, τινί τινα M.Ant.10.7; mix with a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., cling to, attach oneself or be attached to, Plb.5.60.7, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ Dam.Pr.84; in hostile sense, attack, τῷ Διονύσῳ Arg.1 Ar.Ra.; fasten upon, in argument, λέξει Gal.1.176; to be mixed up with, μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις Str.1.1.10; of astrological relationship, Vett. Val.119.27.
German (Pape)
[Seite 778] daranknüpfen, damit verbinden, Sp. – Med., Pol. 5, 60, 7, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσπλέκω: συμπλέκω μετά τινος, σχετίζω, τινί τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 10. 7, Γαλην. - Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, Πολύβ. 5. 60, 7· ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, τινι Στράβ. 6, Πλούτ. 2. 796Α· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἔχις δὲ θερμὸς προσπλακεὶς τῇ συζύγῳ Φιλῆ στίχοι περὶ Ζῴων ἰδιότ. 70. 1.
French (Bailly abrégé)
nouer à, enlacer à ; joindre à;
Moy. προσπλέκομαι en venir aux mains avec, τινι.
Étymologie: πρός, πλέκω.