σηλαγγεύς
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
έως, ὁ,
A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.
Greek (Liddell-Scott)
σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.