σησαμίς
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Dor. σᾱσᾰμίς, ίδος, ἡ,= σησαμῆ, Stesich.2, Eup.163, Antiph.78. II = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, Ps.- Dsc.4.149.
German (Pape)
[Seite 876] ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα, mit Beisp. aus Eupol. u. Antiphan. – 2) eine Pflanze, sonst σησαμοειδὲς μέγα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σησᾰμίς: Δωρ. σᾱσᾰμίς, -ίδος, ἡ, = σησαμῆ, Στησίχ. 2, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 17, Ἀντιφ. ἐν «Δευκαλίωνι» 2, Ἀθήν. 646F. II. φυτόν τι, ἄλλως λεγόμενον σησαμοειδές μέγα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 152.