σπινθαρίς
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= σπινθήρ,
A spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.
German (Pape)
[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.