συκαστής
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= συκοφάντης, EM733.55: fem. σῡκ-άστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.