σύνδειπνος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A companion at table, E.Ion 1172, X.Cyr.3.2.25, 8.2.3, LXX Si.9.16; σ. τινὰ ποιεῖσθαι X.An.2.5.27, Cyr.2.2.28; σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Plu.2.660b; Σύνδειπνοι, title of a satyric drama by S., Cic.QF2.16.3, etc.; members of a dining-club, opp. ξένοι, PTeb.118.4,10 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1006] mit Einem essend, Tischgenosse; Eur. Ion 1172; Xen. Cyr. 3, 2, 25, öfter; Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδειπνος: ὁ, ἡ, ὁ συνδειπνῶν, συνδαιτυμών, Λατ. conviva, Εὐρ. Ἴων. 1172, Ξενοφ Κύρ. 3. 2, 25., 8. 2, 3· ξ. τινα ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 27· ξ. τινα ἄγομαι, λαμβάνω τινὰ μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς δεῖπνον ὅπως συμφάγῃ εἰ καὶ αὐτὸς δὲν ἐκλήθη, Λατ. umbra (σκιά), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 2, 28· σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Πλούτ. 2. 660Β. ― Σατυρικόν τι δρᾶμα τοῦ Σοφ. ἐκαλεῖτο Σύνδειπνοι, Ἀποσπ. 146 κἑξ.