συνεκκομίζω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκομίζω Medium diacritics: συνεκκομίζω Low diacritics: συνεκκομίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: synekkomízō Transliteration B: synekkomizō Transliteration C: synekkomizo Beta Code: sunekkomi/zw

English (LSJ)

   A help to carry away, αὐτῷ τὴν μητέρα Isoc. 19.20.    2 attend the funeral of, Phylarch.26 J., Plu.CG14:—Pass., Mitt.Ver.Klass.Philol.in Wien 10.122 (Ephesus, i A.D.).    II σ. τινὶ κακά, πόνους, Κύπριν, help one in bearing them, E.Or.685, El.73, Hipp. 465.

German (Pape)

[Seite 1012] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκομίζω: ἐκκομίζω, κομίζω ἔξω ὁμοῦ, αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. συνεκφέρω.
ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν ὁμοῦ, συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.

French (Bailly abrégé)

1 emporter ensemble ou en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à porter.
Étymologie: σύν, ἐκκομίζω.