σῦαξ

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῦαξ Medium diacritics: σῦαξ Low diacritics: σύαξ Capitals: ΣΥΑΞ
Transliteration A: sŷax Transliteration B: syax Transliteration C: syaks Beta Code: su=ac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, a kind of

   A pulse, Choerob. in Theod.1.288H.: cf. σαῦσαξ.    II a kind of fish,= ῥόμβος B. 2, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῦαξ: -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς ὄσπριον» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε ῥόμβος, καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β.

Greek Monolingual

-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].