συμμοριτοπόλεμος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ο, Ν
πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο-πόλεμος)].