συμπαρανέω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A swim beside together, τοῖς ἰχθύσι ib.33(51).29; so συμπαρα-νήχομαι, Luc.Tox.20.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανέω: τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.
Greek Monolingual
Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].