συμπαρήκω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρήκω Medium diacritics: συμπαρήκω Low diacritics: συμπαρήκω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΗΚΩ
Transliteration A: symparḗkō Transliteration B: symparēkō Transliteration C: sympariko Beta Code: sumparh/kw

English (LSJ)

   A to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.

German (Pape)

[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.

French (Bailly abrégé)

se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].