ὑψίπολις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ,
A citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.