ὑποψία

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποψία Medium diacritics: ὑποψία Low diacritics: υποψία Capitals: ΥΠΟΨΙΑ
Transliteration A: hypopsía Transliteration B: hypopsia Transliteration C: ypopsia Beta Code: u(poyi/a

English (LSJ)

later ὑφοψία (first in PSI4.340.14 (iii B. C.)), Ion. ὑποψίη, ἡ: (ὑφοράω, fut. ὑπόψομαι):    I of the subject, suspicion, ill-feeling, ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν Hdt.3.52, cf. Th.4.27, And.1.68; τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα Antipho 2.3.10; μεστὸς ὑποψίας Lys.1.17; ὑ. πρός τινα D.48.18, Plu.Cic.43; ὑ. λαμβάνειν κατά τινος D.29.24; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. Epicur.Sent.11; τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος Aeschin.1.10; ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά, Plu.Pyrrh.23, Cat.Ma.23; ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι, Th.2.13, Pl.Ly.218c; ἐς ὑ. καθιστάναι τινά to bring him into suspicion, Th.5.29; ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. 25.30; opp. εἰς ὑποψίας ἐμπεσεῖν, Antipho 2.2.3.    2 of the object, ὑ. εἶχον were regarded with suspicion, Hdt.9.99; πολλὰς ἔχει ὑ. admits of suspicions, Pl.Phd.84c; ὑ. ἐνδιδόναι ὡς . . Id.Lg.887e; ὑ. παρέχειν Th.1.132, cf. Phld.Piet.111; ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Pl.Mx.247e: Astron., ἡ πρώτη ὑ. the first time the observer suspects he has been a star rising, the first glimpse, Ptol.Alm.8.6.    b apprehension, ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος Epicur.Sent.34; φόβος καὶ ὑ. Polystr.p.7 W.; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου Epicur.Sent.11.    II jealous, censorious watch, ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. Th.2.37.

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, ion. ὑποψίη, Argwohn, Vermuthung; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢ – Menex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; πρός τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποψία: Ἰων. ίη, ἡ· (ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι). 1) ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου, ὑποψία, ζηλοτυπία, ὑποψίην ἔχειν Ἡρόδ. 9. 99· ἔς τινα ὁ αὐτ. 3. 52, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 36 κἑξ., Θουκ. 4. 27, Ἀνδοκ. 9. 41· τὰ ἴχνη τῆς ὑπ. φέροντα εἴς τινα Ἀντιφῶν 119. 8· ὑποψίας μεστὸς Λυσί. 93. 17· ὑπ. πρός τινα Δημ. 1172. 10, Πλουτ. Κικ. 43· ὑπ. λαμβάνειν κατά τινος Δημ. 852. 2· ὑπέρ τινος Πλούτ. 2. 1092Α· ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαί τι Αἰσχίν. 2. 19· ἐν ὑπ., δι’ ὑποψίας ἔχειν τινὰ Πλουτ. Πύρρ. 23, Κάτων Πρεσβύτ. 23· ὑπ. γίγνεται, εἰσέρχεται τινι Θουκ. 2, 13, Πλάτ. Λῦσ. 218C· εἰς ὑπ. καθιστάναι τινά, φέρω τινὰ εἰς ὑποψίαν, Θουθκ. 5. 29· ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Λυσίας 174. 27· ἀντίθ. τῷ, εἰς ὑπ. ἐμπεσεῖν, Ἀντιφῶν 116. 37. 2) ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου, ἔχειν ὑπ., ἐπιδέχομαι ὑποψίαν, Πλάτ. Φαίδων 84C· ὑπ. ἐνδιδόναι ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε· ὑπ. παρέχειν Θουκ. 1. 132· ὑπ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Πλάτ. Μενέξ. 247Ε. ΙΙ. ζηλότυπος, ἐπιμεμπτικὴ ἐπαγρύπνησις, τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, «τὴν πρὸς τοὺς πέλας ἐν τοῖς ἰδίοις περιεργίαν, ὅ τι καὶ ὅπως ταῦτα πράττουσι, λέγει» (Δούκας), Θουκ. σ. 2. 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 soupçon;
2 crainte.
Étymologie: ὕποπτος.