ὑπαμπέχω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A keep under a cloak, τὸ ἦθος Plu.2.562b (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1181] (s. ἔχω), unter der Bedeckung oder dem Kleide verbergen, Plut. S. N. V. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαμπέχω: ἔχω ἢ τηρῶ ἢ κρύπτω ὑπὸ κάλυμμα, ὑποκρύπτω, τὸ ἦθος Πλούτ. 2. 562B.