ὑπερούσιος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A above Being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. -ίως Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.
German (Pape)
[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.