χθονοστιβής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ές,
A treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.
German (Pape)
[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.
Greek (Liddell-Scott)
χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.