τετράδωρος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (
A δῶρον 11) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.
German (Pape)
[Seite 1097] vier Querhände oder Handbreiten lang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράδωρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος τεσσάρων παλαμῶν, παρὰ Πλίν. Ν. Η. 35. 14.