ὑφίζω
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
A sit down, crouch, E.Rh. 730 (troch.). II sink down, fall in, D.C.68.25:—Med., Opp.H.4.246; τὸ πρὸς ἁφὴν -όμενον σῶμα Ocell.2.3. III v. ὑφεῖσα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφίζω: καθίζω κάτω, «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ ὑφιζάνω, κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.