χαμερπής

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμερπής Medium diacritics: χαμερπής Low diacritics: χαμερπής Capitals: ΧΑΜΕΡΠΗΣ
Transliteration A: chamerpḗs Transliteration B: chamerpēs Transliteration C: chamerpis Beta Code: xamerph/s

English (LSJ)

ές,

   A crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.