χολοίβαφος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ον, poet. for χολοβαφής, Nic.Th.444.
German (Pape)
[Seite 1363] p. = χολόβαφος, Nic. Th. 444.
Greek (Liddell-Scott)
χολοίβᾰφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ χολοβαφής, νέρθε δὲ πώγων ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα χολοίβαφος, «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, χολώδης, χλωρός, χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.