Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έγχος

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].