αλεξιβρόχιο

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

το
ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι- + βροχή
Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parapluie < para- (στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προστασίας, της προφυλάξεως) «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + pluie «βροχή»].