ακρώμιο
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
το (Α ἀκρώμιον)
η άκανθα, η απόφυση της ωμοπλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακρωμιοθωρακικός, ακρωμιοκλειδικός, ακρωμιοκορακοειδής, ακρωμιόπληγμα].