αντωπός

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source

Greek Monolingual

ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].