αρτίστομος
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].