αἱματόεις

From LSJ
Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόεις Medium diacritics: αἱματόεις Low diacritics: αιματόεις Capitals: ΑΙΜΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: haimatóeis Transliteration B: haimatoeis Transliteration C: aimatoeis Beta Code: ai(mato/eis

English (LSJ)

όεσσα, όεν, contr. αἱματοῦς, οῦσσα (S.OT1279 cj.), οῦν,

   A = αἱματηρός, Il.5.82.    2 blood-red, or of blood, ψιάδες, σμῶδιξ, 16. 459, 2.267.    3 suffused with blood, flushed, ῥέθος S.Ant.528; of the petals of a rose, AP6.154 (Leon.).    4 bloody, murderous, πόλεμος, etc., Il.9.650, etc.; ἔρις A.Ag.698 (lyr.); βλαχαί Id.Th. 348 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἱματοῦς, οῦσσα, (ἐκ διορθ. τοῦ Πόρσ. ἐν Ο. Τ. 1279, χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ ἀντὶ χαλάζης αἵματος·), -οῦν, = αἱματηρός, Ἰλ. Ε. 82. 2) αἱματόχρους ἢ ἐξ αἵματος· ψιάδες, σμῶδιξ, Π. 459, Β. 267· αἱματόεν ῥέθος αἰσχύνει, ἐπισκιάζει τὸ ἐρυθριῶν πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529· [οὕτω τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ’, ἐρύθημα προσώπου, ἐν Εὐρ. Φοιν. 1488). 3) αἱματηρός, φόνιος, πόλεμος, κτλ., Ἰλ. Ι. 650· ἔρις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 699· βλαχαί, ὁ αὐτ. Θ. 348.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
I. sanglant;
1 arrosé, couvert de sang;
2 marqué par l’effusion du sang (meurtre);
3 rouge comme du sang;
II. de sang, sanguin.
Étymologie: αἷμα.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: bloody, bleeding; met. ἤματα, πόλεμος.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόεις) -εσσα, -εν
I 1ensangrentado, manchado de sangre χείρ Il.5.82, τεύχεα Il.22.369, αἰδοῖα Tyrt.6.25
fig. αἱματόεν δ' ἕλκος ἀναστένομεν lloramos una herida sangrienta (la muerte de unos amigos), Archil.7.8, βλαχαὶ δ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων vagidos ensangrentados de los infantes A.Th.348.
2 de sangre ψιάδας Il.16.459, Hes.Sc.384, σμῶδιξ Il.2.267, ῥαθάμιγγες Hes.Th.183, λοιβή libación de sangre Nonn.D.17.160
como sangre ἰχὼρ Προμηθῆος el icor de Prometeo como sangre A.R.3.853
rojo sangre, encarnado αἱ. ῥέθος rostro enrojecido S.Ant.528, σῦριγξ αἱ. vena rojiza como sangre A.R.4.1647, de una rosa AP 6.154 (Leon.).
II sangriento, feroz, encarnizado πόλεμος Il.9.650, Mimn.13.7, φόνος Tyrt.8.11, Δῆρις Emp.B 122, ἔρις A.A.699, ὅμιλος Theoc.22.7, ἀγών Nonn.D.40.219.