αἰνόμορος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ον,
A doomed to a sad end, Il.22.481, Od.9.53, Theoc. 30.1; come to a dreadful end, A. Th.904 (lyr.). II of terrible doom, ζόφος h.Merc.257; deadly, ὕδρος Q.S.9.395; σμύραιναι Marcell. SId.14.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόμορος: -ον, προωρισμένος εἰς δεινὸν τέλος, Ἰλ. Χ. 481. Ὀδ. Ι. 53: ‒ ἐλθὼν εἰς φοβερὸν τέλος, Αἰσχύλ. Θ. 904.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au funeste destin.
Étymologie: αἰνός, μόρος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. de terrible destino, Il.22.481, Od.9.53, 24.169, A.Th.904, CEG 94.4 (Atenas V a.C.), ἔκφρονας, αἰνομόρους ἢ νοσεροὺς τελέσει (Selene a los hombres), Man.1.213, αἰνόμοροι μέροπες Orac.Sib.5.455, ψυχαί Orph.H.57.6, Ζαγρεύς Nonn.D.5.565, Σεμέλη Nonn.D.27.56, cf. Suppl.Mag.60.1, SEG 47.1649.2 (Lidia, imper.).
2 funesto, que produce una suerte fatal ζόφος h.Merc.257, νόσημα Theoc.30.1, σμύραινα Marc.Sid.13, ὕδρος Q.S.9.395.