ἀμφίθρεπτος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθρεπτος Medium diacritics: ἀμφίθρεπτος Low diacritics: αμφίθρεπτος Capitals: ΑΜΦΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: amphíthreptos Transliteration B: amphithreptos Transliteration C: amfithreptos Beta Code: a)mfi/qreptos

English (LSJ)

ον,

   A clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.

Greek Monolingual

ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].