θερμότης
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ητος, ἡ, (θερμός)
A heat, Hp.VM16, Pl.R.335d, etc.: pl., Id.Cra.432c, Diocl.Fr.112. II metaph., heat, passion, τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her.12b; ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b.
German (Pape)
[Seite 1202] ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν θ. Ath. I, 1 b.
Greek (Liddell-Scott)
θερμότης: -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, θέρμη, Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.˙ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., ἔξαψις, ὀργή, πάθος, τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722˙ ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμός.