τημόσδε
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
Dor. τᾱμόσδε, Adv.
A = τῆμος, Theoc.10.49, Call.Jov.21, cj. in A.R.2.957:—also τημοῦτος, Hes.Op.576, Call.Dian.175, Aet. 3.1.44, Nic.Th.926.
German (Pape)
[Seite 1108] adv., = τῆμος; Od. 7, 318, zw., u. richtiger τῆμος δέ geschr.; Theocr. 10, 49 u. a. sp. D., wie Ap. Rh.
Greek (Liddell-Scott)
τημόσδε: Δωρικ. ταμόσδε, Ἐπίρρ. = τῆμος, Θεόκρ. 10. 49, Καλλ. εἰς Δία 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 957· - οὕτω καὶ τημοῦτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 574, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 175.
Greek Monolingual
και ταμόσδε Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε ].