ἑλκτικός

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκτικός Medium diacritics: ἑλκτικός Low diacritics: ελκτικός Capitals: ΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helktikós Transliteration B: helktikos Transliteration C: elktikos Beta Code: e(lktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for drawing, attractive, πρός τι ib.523a, cf. Thphr.CP3.17.3 (Comp.), Ael.NA 17.6.

German (Pape)

[Seite 799] zum Ziehen gehörig, hinziehend; πρὸς οὐσίαν ἑλκ. (μάθημα) Plat. Rep. VII, 523 a; Sp., wie Ael. H. A. 17, 6, ἐπαοιδαί.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως ἑλκύσῃ, ἑλκυστικός, Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de tirer, d’attirer.
Étymologie: ἕλκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
capaz de arrastrar o atraer sent. fís. τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόν ref. al corazón, Hp.Cord.8, cf. Steph.in Hp.Progn.170.21, τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτική Nemes.Nat.Hom.23, cf. Phlp.Aet.319.3, c. gen. δύναμις ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων Gal.4.534, ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆ Gr.Nyss.Hom.in Cant.154.20
sent. intelectual capaz de atraer hacia gener. c. πρός y ac. μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίαν Pl.R.523a, ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίαν Meth.Res.2.1, πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος) Meth.Res.2.6, ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαί Ael.NA 17.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑλκτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έλξη, που έχει τη δύναμη να έλκει.