Παλλάδιον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A statue of Pallas, Hdt.4.189, Ar.Ach.547, Jahresh.16 Beibl.42 (iv B. C.), IG22.1388.67, etc.; Π. ἐκάλουν τὰ βαλλόμενα εἰς γῆν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀγάλματα Pherecyd. 179 J. II a court of the ἐφέται at Athens, ἐπὶ Π. δώσεις δίκην Ar.Fr.585, cf. Arist.Ath. 57.3, Paus. 1.28.8 sq.
Greek (Liddell-Scott)
Παλλάδιον: [ᾰ], τό, ξόανον ἢ ἄγαλμα τῆς Παλλάδος, Ἡρόδ. 4. 189, Ἀριστοφ. Ἀχ. 547, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 16· - κατὰ τὸν Φερεκύδ. 101, = διοπετὲς ἄγαλμα. ΙΙ. τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα συνήρχετο τὸ δικαστήριον τῶν ἐφετῶν πρὸς ἐκδίκασιν ἀκουσίων φόνων, ὅθεν καὶ ἐλέγετο ὅτι ἐδίκαζον ἐπὶ Παλλαδίῳ, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 84, 15 Blass, Δημ. καὶ Ἀριστοτ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐπὶ Παλλαδίῳ· ἐπὶ Π. δώσεις δίκην Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 533, πρβλ. Παυσ. 1. 28, 8 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
le Palladion (Palladium) statue de Pallas.
Étymologie: Παλλάς.