φιλόχωρος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχωρος Medium diacritics: φιλόχωρος Low diacritics: φιλόχωρος Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: philóchōros Transliteration B: philochōros Transliteration C: filochoros Beta Code: filo/xwros

English (LSJ)

ον,

   A fond of a place, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].