τιμάορος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ον,
A v. τιμωρός. τῑμάοχος, ον, v. τιμοῦχος.
German (Pape)
[Seite 1114] dor. statt τιμωρός; Pind. Ol. 9, 84; Tragg. S. τιμωρός.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμάορος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τιμωρός.
English (Slater)
τῑμάορος
1 honouring c. dat. προξενίᾳ δ ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.84)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. ασυναίρ. τ.) βλ. τιμωρός.