ὀρθόβουλος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόβουλος Medium diacritics: ὀρθόβουλος Low diacritics: ορθόβουλος Capitals: ΟΡΘΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: orthóboulos Transliteration B: orthoboulos Transliteration C: orthovoulos Beta Code: o)rqo/boulos

English (LSJ)

ον,

   A right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75 ; of persons, A.Pr.18.

German (Pape)

[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.

English (Slater)

ὀρθόβουλος, -ον
   1 of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόβουλος, -ον)
αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. κακό-βουλος].