νήκεστος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκεστος Medium diacritics: νήκεστος Low diacritics: νήκεστος Capitals: ΝΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗkestos Transliteration B: nēkestos Transliteration C: nikestos Beta Code: nh/kestos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκέομαι)

   A incurable, neut. as Adv., incurably, ὅς κε . . νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].